κάπνειος — και κάπνεος και καπνέως και καπνία και κάπνιος, ἡ (Α) (ενν. άμπελος) αυτή που παράγει σταφύλια που έχουν το χρώμα τού καπνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα ειος / εος (πρβλ. κήδ ειος / κήδ εος, τέλ ειος / τέλ εος) που χρησιμοποιείται ως ουσ.] … Dictionary of Greek
καπνείων — κάπνειος with smokecoloured grapes fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπνειον — κάπνειος with smokecoloured grapes fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπνεος — και καπνέως, ἡ (Α) βλ. κάπνειος … Dictionary of Greek
κάπνιος — κάπνιος, ἡ (Α) βλ. κάπνειος … Dictionary of Greek
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek